δίδαγμα — lesson neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίδαγμα — το (ΑΝ) [διδάσκω] μάθημα, απόδειξη, διδασκαλία («τα διδάγματα τού Ευαγγελίου») νεοελλ. 1. επιστημονικό ή φιλοσοφικό πόρισμα, κανόνας, αξίωμα, δόγμα («ηθικό, φιλοσοφικό δίδαγμα») 2. μάθημα που βασίζεται στην πείρα («τα διδάγματα τής ιστορίας») αρχ … Dictionary of Greek
δίδαγμ' — δίδαγμα , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδαγμάτων — δίδαγμα lesson neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγμασι — δίδαγμα lesson neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγμασιν — δίδαγμα lesson neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγματα — δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγματι — δίδαγμα lesson neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγματος — δίδαγμα lesson neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάγμαθ' — διδάγματα , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc pl διδάγματι , δίδαγμα lesson neut dat sg διδάγματε , δίδαγμα lesson neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)